κατσιβελιά

κατσιβελιά
η [κατσίβελος]
1. το γνώρισμα τού κατσίβελου, η νομαδική ζωή
2. πράξη που αρμόζει σε κατσίβελο, γυφτιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατσιβελιά — η γυφτιά, μικροπρέπεια: Αυτό που κάνεις είναι κατσιβελιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”